-
1 paradigma
υπόδειγμα, πρόταση -
2 paragon
υπόδειγμα -
3 образец
-зца α.1. υπόδειγμα, δείγμα•-ы почвы δείγματα εδάφους (γης, χώματος)•
-ы новых изделий υποδείγματα (μοντέλα) νέων αντικειμένων.
2. παράδειγμα, τύπος, πρότυπο (κεντήματος) ξόμπλι (υποδηματοποιών, ραφτών) αχνάρι, πατρόν.3. υπόδειγμα, παράδειγμα•взять кого за образец παίρνω κάποιον για παράδειγμα•
стивить кого в образец другим αναφέρω κάποιον σαν παράδειγμα για άλλους•
образец искусства υπόδειγμα Τέχνης (αριστούργημα)•
образец квитанции υπόδειγμα απόδειξης•
служить -ом χρησιμεύω για παράδειγμα.
|| μορφή, σχήμα, παράσταση. -
4 форма
-ы θ.1. μορφή, σχήμα•земля имеет -у шара η γη έχει σχήμα σφαιρικό•
форма куба σχήμα κύβου•
придать -у προσδίδω μορφή.
|| πλθ. -ы η ανθρώπινη φιγούρα, η σιλουέτα, σουλούπι.2. είδος, τύπος•форма правления μορφή διοίκησης•
-ы стоимости μορφές αξίας•
-ы энергии μορφές ενέργειας•
острая форма ревматизма οξεία μορφή ρευματισμού.
3. (φιλοσ.) εξωτερική όψη ή σχήμα•форма и содержание η μορφή και το περιεχόμενο.
4. εμφάνιση•по -е правильно, по существу издевательство φαινομενικά είναι σωστό, αλλά στην ουσία είναι κοροίδία.
|| βλ. жанр.5. τύπος, καλούπι,φόρμα, μήτρα.6. στολή•парадная форма στολή παρέλασης•
военная форма στρατιωτική στολή.
7. πρότυπο, υπόδειγμα, τύπος•форма заявления υπόδειγμα αίτησης•
форма протокола υπόδειγμα πρακτικών.
8. (γλωσ.) μορφή•неопределнная глагола το απαρέμφατο (ρήματος)•
личные -ы глагола οι ρηματικές μορφές του ρήματος ή τα πρόσωπα του ρήματος•
падежные -ы имн οι πτωτικές μορφές των ουσιαστικών ή οι πτώσεις των ουσιαστικών.
9. (μαθ.) κάθε παράσταση συμβόλων αυτή καθ εαυτή.εκφρ.- ы мышления – (φιλοσ.) μορφές σκέψης•- ы общественного сознания – μορφές κοινωνικής συνείδησης (πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές κλπ.) малые -ы (θεατρ.) μικρά δραματικά είδη•в -е – ευνοίκό περιβάλλο (για ανάπτυξη ικανοτήτων, δύναμης)•по (ή во) всей -е – α) όπως πρέπει, β) παλ. πλήρως, τελείως. -
5 образец
образец м 1) το δείγμα 2) (вид, форма) το πρότυπο, το υπόδειγμα 3) (пример) το παράδειγμα* * *м1) το δείγμα2) (вид, форма) το πρότυπο, το υπόδειγμα3) ( пример) το παράδειγμα -
6 образец
образ||ецм1. (для изготовления, показа и т. п.) τό δείγμα, τό μοντέλο:новые \образеццы νέα μοντέλά журнал \образеццов τό δειγματολόγιο[ν]· \образец вышивки τό σχέδιο κεντήματος·2. (пример) τό πρότυπο[ν], τό παράδειγμα, τό ὑπόδειγμα:принять за \образец (человека, поведение и т. п.) παίρνω παράδειγμα· приня́ть что́-л. за \образец παίρνω ὡς δείγμά \образец трудового героизма τό πρότυπο ἐργατικού ἡρωισμοὔ по \образеццу́ κατά τό ὑπόδειγμα. -
7 model
['modl] 1. noun1) (a copy or representation of something usually on a much smaller scale: a model of the Taj Mahal; ( also adjective) a model aeroplane.) πρόπλασμα, ομοίωμα, μακέτα2) (a particular type or design of something, eg a car, that is manufactured in large numbers: Our car is a 1999 model.) μοντέλο3) (a person who wears clothes etc so that possible buyers can see them being worn: He has a job as a male fashion model.) μανεκέν4) (a person who is painted, sculpted, photographed etc by an artist, photographer etc: I work as an artist's model.) (φωτο)μοντέλο5) (something that can be used to copy from.) πρότυπο6) (a person or thing which is an excellent example: She is a model of politeness; ( also adjective) model behaviour.) υπόδειγμα2. verb1) (to wear (clothes etc) to show them to possible buyers: They model (underwear) for a living.) επιδεικνύω(ρούχα)ως μανεκέν2) (to work or pose as a model for an artist, photographer etc: She models at the local art school.) ποζάρω,κάνω το μοντέλο3) (to make models (of things or people): to model (the heads of famous people) in clay.) φτιάχνω προπλάσματα,πλάθω4) (to form (something) into a (particular) shape: She modelled the clay into the shape of a penguin; She models herself on her older sister.) διαμορφώνω/μιμούμαι,έχω ως υπόδειγμα• -
8 манер
-а α.τρόπος (ενέργειας, δράσης)• υπόδειγμα•таким -ом έτσι με τέτοιο τρόπο•
живым -ом με ζωντάνια•
деликатным -ом με λεπτότητα, με λεπτό τρόπο•
на новый манер με καινούργιο τρόπο ή υπόδειγμα•
на манер ως, σαν, εν είδη.
-
9 модель
1. (образец какого-л. изделия, образец для изготовления чего-л) το μοντέλο, το πρότυποлитейная - χύτευσης 2 (уменьшенное или в натуральную величину воспроизведение или схема чего-л.) το πρόπλασμα, το μοντέλοмасштабная - υπό/σε κλίμακα3. (тип, марка конструкции) о τύπος, η έκδοση, το μοντέλο 4. (схема какого-л. явления или физического объекта) το πρότυπο, το μοντέλοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > модель
-
10 пример
1. (яркий образец чего-л., действие или явление, вызывающее подражание) το παράδειγμα, το υπόδειγμα, το πρότυπο*в качестве - а σαν -, ως -рассматривать на - е απεικονίζω ή εξετάζω μέσω του - τος 2 мат. η άσκηση, το γύμνασμα3. (частный случай, приводимый в пояснение, в доказательство чего-л.) το παράδειγμαединичный - μεμονωμένο -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пример
-
11 проформа
το υπόδειγμα, το προσχέδιοχάριν του τύπουδιά του τύπουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > проформа
-
12 форма
1. (внешний облик) η μορφήη διαμόρφωσητο σχήμα2. (вид, тип) о τύπ/οςτο είδοςаналитическая - αναλυτικός -, βασικός -3. (установленный образец чего-л.порядок в чем-л.) το έντυπο, το υπόδειγμα4. (приспособление, шаблон) το καλούπιη μήτραвогнутая мет. (поверхности бочки валка) - κοίλου τόξου5. лингв. η μορφήзвательная - см. падеж звательный неопределенная - глагола το απαρέμφατο б.(филос) το σχήμα7. (иск., литер.) η μορφή 8. (единая одежда) η στολή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > форма
-
13 непревзойденный
непревзойденныйприл ἀνυπέρβλητος, ἀξεπέραστος / ἀπαράμιλλος (не имеющий равных):\непревзойденный образец τό ἀπαράμιλλο ὑπόδειγμα. -
14 пример
примерм1. τό παράδειγμα, τό ὑπόδειγμα:привести \пример φέρνω παράδειγμα· брать \пример с кого́-л. παίρνω παράδειγμα ἀπό κάποιον к \примеру παραδείγματος χάριν по \примеру κατά τό παράδειγμα· не в \пример ему́ ἀντίθετα ἀπό αὐτόν, ὄχι ὅπως αὐτός· для \примера (в назидание) προς παραδειγματισ-μόν2. мат ἡ ἄσκηση [-ις]. -
15 пропись
прописьж τό καλλιγραφικό ὑπόδειγμα:писать \прописью γράφω ὁλογράφως. -
16 эталон
эталонм1. тех. τό πρότυπο μέτρων καί σταθμών2. перен τό ὑπόδειγμα, τό καλούπι. -
17 являться
явля||тьсянесов1. φθάνω, Ερχομαι / ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (по приказанию):\являться в суд προσέρχομαι στό δικαστήριο· \являться в назначенный час παρουσιάζομαι στήν καθορισμένη ὠρα· \являться вовремя ἐρχομαι στήν (δρα μου· \являться кстати Ερχομαι στήν κατάλληλη στιγμή· \являться за чем-либо ἐρχομαι γιά κάτι· \являться в театр φτάνω στό θέατρο·2. (появляться, возникать) ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι·3. (оказываться, становиться) είμαι:\являться причиной εἶναι αἰτία (τοῦ δτι)· для меня это \являтьсяет-ся полнейшей неожиданностью αὐτό γιά μένα εἶναι ἐντελώς ἀπροσδόκητο· он \являтьсяется директором εἶναι διευθυντής· \являтьсяться авторитетом εἶμαι αὐθεντία·4. (быть) είμαι, γίνομαι, ἀποτελώ:\являться образцом ἀποτελῶ ὑπόδειγμα· этот факт \являтьсяет-ся доказательством того́, что... αὐτό τό γεγονός ἀποτελεί ἀπόδειξη τοῦ ὅτι...· \являться средством εἶναι μέσον. -
18 example
1) (something that represents other things of the same kind; a specimen: an example of his handwriting.) δείγμα2) (something that shows clearly or illustrates a fact etc: Can you give me an example of how this word is used?) παράδειγμα3) (a person or thing that is a pattern to be copied: She was an example to the rest of the class.) υπόδειγμα4) (a warning to be heeded: Let this be an example to you, and never do it again!) μάθημα•- make an example of
- set someone an example
- set an example -
19 paragon
['pærəɡən, ]( American[) -ɡon](a perfect example of a good quality etc: She is a paragon of virtue.) υπόδειγμα -
20 pattern
['pætən]1) (a model or guide for making something: a dress-pattern.) πρότυπο/πατρόν,χνάρι2) (a repeated decoration or design on material etc: The dress is nice but I don't like the pattern.) σχέδιο3) (an example suitable to be copied: the pattern of good behaviour.) υπόδειγμα•
См. также в других словарях:
ὑπόδειγμα — sign neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόδειγμα — το / ὑπόδειγμα, ΝΜΑ [ὑποδείκνυμι] μτφ. παράδειγμα για μίμηση (α. «υπόδειγμα εκπαιδευτικού» β. «πρὸς ὑπόδειγμα ἀρετῆς», επιγρ. γ. «ὑπόδειγμα τῷ πλήθει ποιῶν ἑαυτόν», Πολ.) νεοελλ. 1. δείγμα, πρότυπο για την τήρηση ορισμένου σχεδίου ή ορισμένης… … Dictionary of Greek
υπόδειγμα — το, ατος 1. τύπος, πρότυπο, κανόνας, μοντέλο (για την κατασκευή ομοιόμορφων πραγμάτων): Υπόδειγμα αίτησης. 2. (για πρόσωπα), υποδειγματικός άνθρωπος, τύπος και υπογραμμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπόδειγμ' — ὑπόδειγμα , ὑπόδειγμα sign neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθιβόλιο — Υπόδειγμα εικόνας το οποίο χρησιμεύει για την αναδημιουργία της ή την αναπαράστασή της πάνω σε άλλο αντικείμενο (αγγείο, τοίχος κλπ.). Λέγεται και ανθίβολο. Το α. είναι γνωστό από την αρχαιότητα, χρησιμοποιήθηκε όμως περισσότερο στην αγιογραφία… … Dictionary of Greek
ὑποδειγμάτων — ὑπόδειγμα sign neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδείγμασι — ὑπόδειγμα sign neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδείγμασιν — ὑπόδειγμα sign neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδείγματα — ὑπόδειγμα sign neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδείγματι — ὑπόδειγμα sign neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδείγματος — ὑπόδειγμα sign neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)